- μύδιον
- τοβλ. μύδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύδιον — small boat neut nom/voc/acc sg μυδάω to be damp imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) μυδάω to be damp imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυδίου — μύδιον small boat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυδίων — μύδιον small boat neut gen pl μυδάω to be damp pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυδίῳ — μύδιον small boat neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδια — μύδιον small boat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδι — το (ΑΜ μύδιον) ελασματοβράγχιο μαλάκιο, μυτίλος αρχ. μσν. 1. μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα 2. χειρουργικό εργαλείο αρχ. μικρό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύδιν < αρχ. μύδιον < μυς + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. ιχθύς ιχθύδιον, κάρυον… … Dictionary of Greek
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek